ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΓΡΟΤΕΡΑΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ - Ο ανεπιθύμητος ναός
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ - 27/4/2008
Αρχαιολογικός χώρος στο κέντρο της Αθήνας, με ιδιαίτερη αξία, κινδυνεύει να αποδοθεί προς «αξιοποίηση». Στο βάθος της υπόθεσης βρίσκεται η ξεχασμένη ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων
ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ: ΤΑΣΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΡΙΜΗΣ, ΑΓΓΕΛΙΚΑ ΨΑΡΡΑ, ΑΝΤΑ ΨΑΡΡΑ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΡΡΑΣ / ios@enet.gr
Ανάμεσα σε διάφορες υποθέσεις που αφορούν το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) του υπουργείου Πολιτισμού και ξεθάφτηκαν στο πλαίσιο των δημοσιογραφικών ερευνών που συνόδευσαν την υπόθεση Ζαχόπουλου, ήταν η υπόθεση ενός αρχαιολογικού χώρου στην περιοχή Μετς, όπου βρισκόταν ο αρχαίος ναός της Αγροτέρας Αρτέμιδος, δίπλα στον Ιλισό. Ο χώρος αυτός έχει κηρυχθεί αρχαιολογικός από το 1960 με την υπουργική απόφαση 17558/973/1960, ύστερα από σχετική γνωμοδότηση του ΚΑΣ (7/1/1960). Αλλά ακόμα και σήμερα κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί τη σωτηρία αυτού του σημαντικού αρχαιολογικού χώρου.
Αρσινόη κατά Αγροτέρας
Σχεδόν μισό αιώνα τώρα το ελληνικό Δημόσιο ταλαντεύεται μεταξύ αλλεπάλληλων αποφάσεων του ΚΑΣ και του υπουργού Πολιτισμού για την απαλλοτρίωση του χώρου όπου βρισκόταν ο ναός της Αγροτέρας Αρτέμιδος και συνεχών καθυστερήσεων που οδηγούν στην αναίρεση αυτών των αποφάσεων. Το αποτέλεσμα είναι να διογκώνεται συνεχώς η αξία του ακινήτου και να τροφοδοτείται ένας φαύλος κύκλος, όπου κάθε φορά το ΥΠΠΟ καλείται να εκταμιεύσει μεγαλύτερο ποσό για να πραγματοποιήσει την απαλλοτρίωση. Οι δυσκολίες βέβαια του Δημοσίου δεν περιορίζονται στην εύρεση του σχετικού κονδυλίου. Εχει να αντιμετωπίσει και την αντίδραση των ιδιοκτητών του ακινήτου, οι οποίοι προτιμούσαν βέβαια να το εκμεταλλευτούν χτίζοντας ξενοδοχειακή μονάδα ή πολυτελείς μεζονέτες. Ανάμεσά τους ορισμένοι γνωστοί αθηναίοι επιχειρηματίες, αλλά ακόμα και ένας πρώην υπουργός (Διονύσης Λιβανός).
Η τελευταία φάση της εκκρεμότητας σημαδεύτηκε από την απόφαση του τότε υφυπουργού Πολιτισμού Πέτρου Τατούλη να αναπέμψει την υπόθεση στο ΚΑΣ με θέμα «Εγκριση ή μη οικοδόμησης στο οικοδομικό τετράγωνο που περιβάλλεται από τις οδούς Αρδηττού, Κούτουλα, Θωμοπούλου, Κεφάλου» (21/12/2004). Ηταν η πρώτη φορά ύστερα από σαράντα χρόνια που το ζήτημα τέθηκε ως «έγκριση ή μη οικοδόμησης» και όχι όπως συνέβαινε μέχρι τότε ως «απαλλοτρίωση ή μη του οικοδομικού τετραγώνου».
Αυτό ήταν το πρώτο σήμα από την πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟ (στο οποίο θυμίζουμε ήταν υπουργός ο ίδιος ο πρωθυπουργός, όσο κι αν σήμερα πια θέλει να το ξεχάσει) ότι υπάρχει κάποιο παράθυρο για να αναθεωρηθεί η πάγια θέση του Αρχαιολογικού Συμβουλίου από το 1964 ότι πρέπει ο χώρος να απαλλοτριωθεί. Ωστόσο οι αντιδράσεις τοπικών φορέων και τα σχετικά δημοσιεύματα προκάλεσαν την αναβολή της αναπομπής αυτής. Εξακολουθούσε δηλαδή να ισχύει η τελευταία ομόφωνη απόφαση του ΚΑΣ (2/7/2003) υπέρ της απαλλοτρίωσης του χώρου.
Ακολούθησε στις 10/7/2005 μια νέα αιφνίδια αναπομπή της υπόθεσης από τον κ. Τατούλη στο ΚΑΣ με νέο τίτλο: «Εγκριση ή μη καθαίρεσης υφισταμένων κτισμάτων για τη διενέργεια ανασκαφικής έρευνας στο οικοδομικό τετράγωνο». Πρώτη φορά έτσι δόθηκε στους ιδιοκτήτες η δυνατότητα να ζητήσουν άδεια κατεδάφισης, κάνοντας ένα βήμα προς την άδεια οικοδόμησης. Το ΚΑΣ γνωμοδότησε υπέρ της πραγματοποίησης ανασκαφικής έρευνας αφού καθαιρεθούν τα υπάρχοντα κτίσματα και στις 31/10/2005 εκδόθηκε η σχετική απόφαση του κ. Τατούλη.
Συμβόλαιο με ενδιαφέρον
Λίγους μήνες μετά την απόφαση αυτή ένα μέρος του ακινήτου αγοράζεται από μια ανώνυμη εταιρεία κυπριακών συμφερόντων, την «Αρσινόη - Ανώνυμη Τεχνική Εταιρεία Κατασκευών και Επενδύσεων Α.Ε.». Το συμβόλαιο που συντάχθηκε στις 28/3/2006 υπογράφει εκ μέρους της εταιρείας η δικηγόρος κυρία Αγγελική Σταφυλά, σύζυγος του Νίκου Κακαουνάκη και το αναφερόμενο ποσό της συναλλαγής είναι 500.000 ευρώ. Η «Αρσινόη» είναι μέλος του ομίλου «Λόρδος Α.Ε.», μιας κυπριακής εταιρείας, εισηγμένης στο χρηματιστήριο της Κύπρου, που ασχολείται με το real estate και έχει στην ιδιοκτησία της τρία ξενοδοχεία.
Το συμβόλαιο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι η αγοράστρια εταιρεία «προβαίνει στην αγορά του ακινήτου εν γνώσει του γεγονότος ότι το οικόπεδο κηρύχθηκε ύστερα από σχετικές γνωμοδοτήσεις του ΚΑΣ τρεις φορές σε απαλλοτρίωση» και δηλώνει ότι «όσον αφορά την τακτοποίηση του οικοπέδου θα συνεργαστεί με τους πωλητές και με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους που χειρίζονται το ως άνω θέμα, και μετά από συνεννόηση και σύμφωνη γνώμη μεταξύ τους θα προχωρήσει στις απαραίτητες κοινές ενέργειες για την ολοκλήρωση και την επίσπευση των διαδικασιών της τακτοποίησης».
Το τι σημαίνει «τακτοποίηση» το εξηγεί παρακάτω το συμβόλαιο: «Ο όρος τακτοποίηση του οικοπέδου περιλαμβάνει τη διαδικασία κατεδάφισης των μισογκρεμισμένων και άμεσα κατεδαφιστέων σύμφωνα με τελεσίδικα πρωτόκολλα της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Αθηναίων κτισμάτων [...] τη διαδικασία αποχαρακτηρισμού και απελευθέρωσης του ακινήτου [...] τις πιθανές ειδικές ρυθμίσεις για την αμετάκλητη αποδέσμευση του πωλουμένου ακινήτου από τις διαδικασίες της ενδεχόμενης με ελάχιστες πιθανότητες νέας κήρυξής του σε κατάσταση απαλλοτρίωσης, ώστε τούτο να δύναται ακωλύτως να οικοδομηθεί ή άλλως να αξιοποιηθεί καθ' οιονδήποτε τρόπο».
Πρωτοφανής άρνηση
Ο Δήμος της Αθήνας και οι υπηρεσίες του μπλέχτηκαν σε μια υπόθεση που αφορά αποκλειστικά το ΥΠΠΟ, ύστερα από κατάθεση σχετικής αίτησης κατεδάφισης από τους ιδιοκτήτες των κτισμάτων. Το περίεργο είναι ότι το δημοτικό συμβούλιο είχε εξουσιοδοτήσει ομόφωνα τον δήμαρχο της Αθήνας από το Μάρτιο του 2007 να προβεί σε σχετικό διάβημα στο ΥΠΠΟ και να ζητήσει την προστασία του χώρου. Το ζήτημα τέθηκε σε συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου από τον Αλέξη Τσίπρα τον περασμένο Ιανουάριο και ο κ. Κακλαμάνης δήλωσε ότι απευθύνθηκε στον αρμόδιο υπουργό -ήταν τότε ο κ. Βουλγαράκης- και εκείνος δεν τον δέχτηκε! Πρόκειται για πρωτοφανή αποκάλυψη, για την οποία ο κ. Βουλγαράκης δεν έχει δώσει καμιά εξήγηση.
Η «Αρσινόη», πάντως, τήρησε την υπόσχεσή της ότι θα συμβάλει στην «τακτοποίηση του οικοπέδου». Πριν από λίγες μέρες κατέθεσε παρέμβαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας εναντίον των πολιτών που έχουν προσβάλει την απόφαση Τατούλη της 31/10/05. Η παρέμβαση βασίζεται σε μια ειδική ανάγνωση των επιστημονικών δεδομένων και υποστηρίζει ότι «ακόμα και μέχρι σήμερα υπάρχουν αντικρουόμενες θεωρίες για την ακριβή τοποθεσία του εν λόγω Ναού, αφού καταστράφηκε ολοκληρωτικά επί Τουρκοκρατίας, με αποτέλεσμα να εξαφανισθούν και τα ελάχιστα λείψανα αυτού». Η «Αρσινόη» στηρίζει τη θέση της αυτή στην άποψη που διατύπωσε ένα μόνο μέλος του ΚΑΣ, ο αρχιτέκτονας Ευστ. Στίκας σε μια συνεδρίαση το 1964. Τόσο σ' εκείνη, όσο και στις επόμενες συνεδριάσεις του ΚΑΣ, οι επιστήμονες που απασχολήθηκαν με το θέμα έδωσαν μια οριστική απάντηση, κηρύσσοντας το χώρο αρχαιολογικό και κρίνοντας ότι πρέπει να προστατευθεί από κάθε οικοδόμηση και να απαλλοτριωθεί.
Βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά που τίθεται ζήτημα οικοδόμησης στο χώρο αυτό. Ενα μέρος έχει ήδη οικοδομηθεί επί χούντας. Η πολυκατοικία που αναγέρθηκε στη γωνία Αρδηττού και Κούτουλα έχει καταπατήσει τμήμα του αρχαιολογικού χώρου. Αλλά ποιος νοιαζόταν τότε; Αλλωστε ένα από τα διαμερίσματά της πολυκατοικίας προοριζόταν για τη σύζυγο του δικτάτορα.
Συνεχείς υπήρξαν όμως και οι προσπάθειες οικοδόμησης του οικοδομικού τετραγώνου μετά τη μεταπολίτευση. Σε κάθε παλινωδία της πολιτείας που αδυνατούσε να ολοκληρώσει την απαλλοτρίωση που η ίδια αποφάσιζε, καραδοκούσαν υποψήφιοι κατασκευαστές για την αξιοποίηση του πολύτιμου αυτού «φιλέτου» αθηναϊκής γης. Μόλις δημοσιεύτηκε η Κοινή Απόφαση των υπουργών Πολιτισμού και Οικονομικών (ΦΕΚ 12/2/2003), στην οποία βεβαιώνεται ότι εξέπεσε (εφόσον δεν συντελέσθηκε εμπρόθεσμα) η κήρυξη της απαλλοτρίωσης του οικοδομικού τετραγώνου που έγινε το 1995, υποβλήθηκε αίτηση για οικοδόμηση κτιριακού συγκροτήματος σε όλο το τετράγωνο από την εταιρεία «Επιλογή Κτιρίων Μπενακόπουλος Α.Ε.». Μεσολάβησε η νέα απόφαση για απαλλοτρίωση το 2003 και έτσι η αίτηση δεν έγινε βέβαια δεκτή.
Η ξεχασμένη ενοποίηση
Για τα επιστημονικά ζητήματα που έχουν σχέση με την αρχαιολογική σημασία του ναού της Αγροτέρας Αρτέμιδος έχουν αποφανθεί κατ' επανάληψη τα αρμόδια όργανα της πολιτείας. Ομως η υπόθεση αυτή επαναφέρει στην επικαιρότητα ένα ζήτημα που αφορά όλη την Αθήνα και ειδικά τη διαμόρφωση του ιστορικού της κέντρου. Πρόκειται για το πρόγραμμα παρέμβασης μεγάλης κλίμακας που φέρει το όνομα Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων της Αθήνας και ξεκίνησε να υλοποιείται πριν από δέκα χρόνια. Οπως αποδεικνύεται απ' όλες τις σχετικές εισηγήσεις, τα σχέδια και τους τοπογραφικούς χάρτες, η Αγροτέρα περιλαμβανόταν εξαρχής στο σχέδιο αυτό της Ενοποίησης.
Τον Ιούλιο του 1996 ανατέθηκαν από το υπουργείο Πολιτισμού οι μελέτες συνολικής ανάδειξης των αρχαιολογικών χώρων του Κεραμεικού, της Αρχαίας Αγοράς, του Ολυμπιείου, της Ρωμαϊκής Αγοράς, της Βιβλιοθήκης Αδριανού, της Βόρειας και Νότιας Κλιτύος της Ακροπόλεως και του Φιλοπάππου. Το Φεβρουάριο του 1997 υπογράφηκαν οι συμβάσεις από τους μελετητές και τον Ιανουάριο του 1998 οι μελέτες συζητήθηκαν στο ΚΑΣ (βλ. διπλανές στήλες). Από τον Οκτώβριο του 1997 είχε ιδρυθεί η Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων Αθήνας Α.Ε. με μοναδικό μέτοχο το Δημόσιο (50% το ΥΠΠΟ και 50% το ΥΠΕΧΩΔΕ). Μια από τις έξι περιοχές που αποτέλεσαν αντικείμενο ειδικής μελέτης της ΕΑΧΑ Α.Ε. ήταν ο χώρος του Ολυμπιείου, του Ζαππείου, του Σταδίου και του Αρδηττού. Σ' αυτή την έκτη ενότητα παρεμβάσεων ανήκε και ο χώρος της Αγροτέρας, το πολύπαθο δηλαδή οικοδομικό τετράγωνο που ακόμα δεν έχει απαλλοτριωθεί.
Οι υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού σε όλο αυτό το διάστημα αναζητούν τρόπους για την ένταξη του αρχαιολογικού αυτού χώρου στις μελέτες της Ενοποίησης. Μόνιμος σκόπελος η λεωφόρος Αρδηττού που χωρίζει τη θέση της Αγροτέρας με την ευρύτερη περιοχή του Ολυμπιείου. Χαρακτηριστικό το έγγραφο της Γ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Αθηνών που στέλνει στις 27/7/1999 προς το ΥΠΠΟ-ΓΔΑ η αναπληρώτρια προϊσταμένη της Εφορείας, αρχαιολόγος Μαρία Θεοχάρη.
Το έγγραφο φέρει τον τίτλο «Συμπληρωματικά στοιχεία Ενοποίησης αρχαιολογικού χώρου Ολυμπιείου, Αρτεμις Αγροτέρα» και επισημαίνει ότι «το ζήτημα της σύνδεσης της θέσης όπου βρισκόταν ο ναός της Αρτέμιδος Αγροτέρας με τον υπόλοιπο αρχαιολογικό χώρο παραμένει ανοικτό εφόσον παρεμβάλλονται οι αθλητικές εγκαταστάσεις και οι λεωφόροι Αρδηττού και Καλλιρρόης με το πρόβλημα της στατικής επάρκειας των παρακειμένων κτηρίων, όπως αναφέρεται στην ΥΠΠΟ/ΓΕΑΧΑ /339/36754/17-7-98 ΥΑ».
Η Διευθύντρια της ίδιας Εφορείας Λιάνα Παρλαμά υποβάλλει στις 26/6/2000 φάκελο με απολογιστική έκθεση εργασιών του έργου Ολυμπιείου. Στο κεφάλαιο «Περιγραφή φυσικού αντικειμένου που υλοποιήθηκε κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου 1998-Μαΐου 2000 (στο πλαίσιο του Β' ΚΠΣ)» αναφέρεται ότι «ο αρχαιολογικός χώρος του Ολυμπιείου, εμβαδού περίπου 45 στρεμμάτων, ευρίσκεται στις παρυφές της αρχαίας πόλεως των Αθηνών και αποτελούσε ένα από τους σπουδαιότερους και ιερότερους τόπους της. [...] Στην ευρύτερη περιοχή που εντάσσεται στο πρόγραμμα της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων περιλαμβάνονται τα κατάλοιπα του ναού της Αρτέμιδος Αγροτέρας. [...] Ολος ο αρχαιολογικός χώρος θα ευρίσκεται στο επίκεντρο των δραστηριοτήτων και εορτασμών που θα γίνουν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 στο Παναθηναίκό Στάδιο. [...] Ο υπόλοιπος αρχαιολογικός χώρος (περίπου 30 στρέμματα) καταλαμβάνεται προς το παρόν από τις αθλητικές εγκαταστάσεις του Ομίλου Αντισφαιρίσεως Αθηνών, του Εθνικού Γυμναστικού Συλλόγου και του Κολυμβητηρίου». Την έκθεση υπογράφει ο αρχαιολόγος Γιώργος Καββαδίας.
Για να γίνει κατανοητό το πρόγραμμα της Ενοποίησης πρέπει να έχει κανείς κατά νου το γεγονός ότι αυτό που εξαγγέλθηκε ως «όραμα της Μελίνας» είχε εξαρχής τρεις διαφορετικούς στόχους, οι οποίοι δεν ήταν πάντοτε συμβατοί μεταξύ τους. Υπήρχε καταρχήν ο αρχαιολογικός στόχος που επέβαλε τη συντήρηση, την προστασία και την ανάδειξη των μνημείων. Ο δεύτερος στόχος ήταν ο πολεοδομικός, δηλαδή η δημιουργία ελεύθερων χώρων στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, προσπελάσιμων από το κοινό, με παράλληλη αποφόρτιση της κυκλοφορίας. Ο τρίτος στόχος είναι ο σημαντικότερος: ο τουριστικός. Γιατί αν αθροίσει κανείς τα χρήματα που έχουν δοθεί σ' αυτό το πρόγραμμα, θα διαπιστώσει ότι πρόκειται για πολύ μεγάλα ποσά που φτάνουν τα 180 εκατ. ευρώ, τα οποία δεν θα δίνονταν για μια επέμβαση σε τόσο μικρό γεωγραφικό χώρο αν δεν υπήρχε αυτός ο τρίτος στόχος, ο οποίος θεωρείται ανταποδοτικός.
Το ημιτελές πρόγραμμα
Ο αριθμός των επισκεπτών της Ακρόπολης φτάνει ετησίως το ένα εκατομμύριο. Μέσα απ' αυτές τις παρεμβάσεις, στόχος ήταν να διατηρηθεί αυτό το επίπεδο τεράστιας επισκεψιμότητας και σε δεύτερο χρόνο να αυξηθεί ακόμα περισσότερο. Ο τουριστικός σχεδιασμός προβλέπει να φτιαχτούν περιμετρικοί πόλοι γύρω από την Ακρόπολη, να διασπαρούν σ' αυτούς τους πόλους οι τουρίστες, ο ιερός βράχος να παραμείνει ένας κεντρικός χώρος αναφοράς και ταυτόχρονα να δημιουργηθεί κοντά ένας δεύτερος ισοδύναμος πόλος, το νέο μουσείο. Αυτός ο προγραμματισμός έχει να κάνει με τη συνολική οικονομία της Αθήνας.
Πρόκειται για τη στρατηγική που διαρκώς περιγράφεται από τους οικονομικούς επιτελείς, να μετατραπεί η Αθήνα σε τόπο τουριστικού προορισμού από τόπο διέλευσης που είναι σήμερα. Να παραμένουν δηλαδή οι τουρίστες μια δυο βραδιές τουλάχιστον στην Αθήνα.
Αυτή ήταν η γενική στόχευση. Επειδή, όμως, αυτοί οι στόχοι δεν είναι απολύτως συμβατοί μεταξύ τους, προκλήθηκαν διάφορες συγκρούσεις κατά την εφαρμογή του προγράμματος. Οι πιο σοβαρές ήταν κυρίως μεταξύ των δύο πρώτων στόχων, δηλαδή ανάμεσα στην έννοια της αρχαιότητας που προστατεύεται, διατηρείται και αναδεικνύεται από τη μια μεριά και της δημιουργίας ελεύθερων και προσπελάσιμων χώρων στο κέντρο της πόλης που επιτάσσει ο πολεοδομικός σχεδιασμός. Αυτές οι αντιφάσεις πήραν τη μορφή ορισμένων άστοχων αντιδράσεων, όπως αυτή των ομάδων κατοίκων κατά της πεζοδρόμησης της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, με το επιχείρημα ότι θα επιβαρυνθούν κυκλοφοριακά οι παράλληλοι δρόμοι.
Στην πράξη αποδείχτηκε ότι είχαν δίκιο οι συγκοινωνιολόγοι, διότι μόλις αποκόπηκε αυτός ο άξονας αποθαρρύνθηκε η κυκλοφορία σε όλη την περιοχή και ελαττώθηκε η διερχόμενη κίνηση. Βέβαια αυξήθηκε η τοπική κίνηση, διότι εκτοξεύτηκαν οι αξίες γης, άλλαξε η κοινωνική σύνθεση των κατοίκων, με πρώτο αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση και των ιδιωτικών αυτοκινήτων. Εντονη μορφή πήρε η σύγκρουση μεταξύ των δύο στόχων και στην περίπτωση των λόφων, ειδικά του Φιλοπάππου, όπου οι περίοικοι αμφισβήτησαν με κινητοποιήσεις τον τρόπο που διαχειριζόταν το υπουργείο Πολιτισμού την προστασία τους.
Το ζήτημα που αναδείχτηκε σ' αυτές τις κινητοποιήσεις είναι ότι η προστασία των αρχαιολογικών χώρων πρέπει να συμβαδίζει με την απόδοση ελεύθερων χώρων στους πολίτες. Σε μια πόλη όπως η Αθήνα όπου σπανίζουν οι κήποι και οι ελεύθεροι χώροι, αυτό το ρόλο θα μπορούσαν να τον παίξουν πολλοί αρχαιολογικοί χώροι, κατάλληλοι για περίπατο και αναψυχή. Σ' αυτούς τους χώρους δεν θα 'πρεπε να υπάρχει εισιτήριο. Γενικά οι αρχαιολογικοί χώροι στο κέντρο της Αθήνας αλλά και των άλλων πόλεων που παρουσιάζουν παρόμοια προβλήματα ασφυξίας θα έπρεπε να είναι ελεύθεροι. Εισιτήριο να παραμείνει μόνο στην ίδια την Ακρόπολη και τα μουσεία.
Απ' αυτή την άποψη δεν ολοκληρώθηκαν αυτοί οι δύο στόχοι (αρχαιολογικός και πολεοδομικός) στη διαχείριση και κατέληξαν να πάρουν ακόμα και μορφή βίαιων συγκρούσεων, όπως διαπιστώσαμε στις κινητοποιήσεις των πολιτών στου Φιλοπάππου.
Από την άλλη πλευρά, οι στόχοι δεν ολοκληρώθηκαν ούτε σε επίπεδο πραγματικής ενοποίησης. Το βλέπουμε καθαρά στην περίπτωση του Ολυμπιείου. Η έκταση του αρχαιολογικού χώρου είναι πολύ μικρότερη από την έκταση που καταλαμβάνουν οι μη αρχαιολογικές χρήσεις: τένις, αθλητικές εγκαταστάσεις, κολυμβητήριο.
Ο λόγος είναι ότι δεν υπήρχε η πραγματική διάθεση να αποδοθούν στους πολίτες αυτοί οι χώροι, αλλά μόνο να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένοι τουριστικοί στόχοι.
Μ' αυτή την έννοια η τύχη της Αγροτέρας έχει ένα ιδιαίτερο συμβολικό νόημα. Οτι δηλαδή μένει ανοιχτό το ζήτημα της Ενοποίησης και ότι το πλάνο πρέπει να ξανακοιταχτεί. Με όλα τα αρνητικά της και παρ' όλη την τουριστική σκοπιμότητα που την επέβαλε, η Ενοποίηση είχε ευεργετικές επιδράσεις στην προστασία και την ανάδειξη των μνημείων, ενώ το αποτέλεσμα που προέκυψε θεωρείται ανώτερο από το ανάλογο στο κέντρο της Ρώμης. Το σημερινό ζητούμενο είναι να επανέλθει με δύο στόχους. Ο πρώτος είναι να γίνει επέκταση εκεί που αυτό είναι δυνατόν. Η μία πλευρά της επέκτασης αφορά την Αγροτέρα και την περιοχή του Ολυμπιείου. Από την άλλη πλευρά πρέπει να επεκταθεί ο Κεραμεικός στον πολύ σημαντικό χώρο του Δημόσιου Σήματος.
Συμβολικό νόημα
Ο δεύτερος είναι η εσωτερική ολοκλήρωση της Ενοποίησης. Αυτή τη στιγμή ο χώρος τέμνεται από δρόμους και χωρίζεται με τρόπο που δεν επιτρέπει στον πολίτη να αντιληφθεί ακριβώς την ιστορική τοπογραφία της πόλης. Για παράδειγμα, η πολύ σημαντική Πύλη του Αδριανού είναι χωμένη σε ένα σημείο που δεν επιτρέπει σε κανέναν να καταλάβει το ρόλο της. Ενα άλλο ζήτημα αφορά την Αποστόλου Παύλου. Η Πνύκα και η Αρχαία Αγορά είναι ένας ενιαίος χώρος. Με τον τρόπο που είναι σήμερα χωρισμένοι οι δύο χώροι, ο επισκέπτης δεν κατανοεί ότι αυτοί οι δυο χώροι δημόσιας συζήτησης που αντιπροσωπεύουν την Αθηναϊκή Δημοκρατία βρίσκονταν σε απόλυτη σχέση.
Το ζήτημα της Αγροτέρας δεν αφορά, λοιπόν, μόνο τους περίοικους στο Μετς, όπως αφήνουν να εννοηθεί οι υποψήφιοι «επενδυτές». Πρόκειται για το αίτημα να αποφευχθεί η ιδιωτική εκμετάλλευση και να αποδοθεί στη δημόσια χρήση ένας χώρου που περιλαμβανόταν στον αρχικό σχεδιασμό της Ενοποίησης. Και μάλιστα δεν μιλάμε σ' αυτή την περίπτωση -όπως π.χ. συνέβη στην περίπτωση του Μουσείου της Ακρόπολης- για εκδίωξη κατοίκων από τα σπίτια τους, αλλά για απαλλοτρίωση ενός ακατοίκητου οικοπέδου.
Ολα αυτά, πέρα από την ιστορική, αρχαιολογική και συμβολική σημασία του χώρου, για την οποία έχουν αποφανθεί επί τέσσερις δεκαετίες όλα τα αρμόδια όργανα και όλοι οι ειδικοί επιστήμονες.